- συνεστάλη
- συστέλλωdraw togetheraor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοτάριος — ο (ΑΜ νοτάριος, Μ και νοτάρης και νοτάρος) αξίωμα εκκλησιαστικό και πολιτικό στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που δήλωνε κατά καιρούς τον σημειογράφο, τον στενογράφο, τον γραμματέα, τον συμβολαιογράφο νεοελλ. μσν. (στα Επτάνησα κατά την περίοδο τής… … Dictionary of Greek